ὑποκαταβάς

ὑποκαταβάς
ὑποκαταβά̱ς , ὑποκαταβαίνω
descend by degrees
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκαταβαίνω — ΜΑ [καταβαίνω] μσν. (η μτχ. αρσ. αορ. β ) ὑποκαταβάς (με σημ. επιρρ.) αμέσως παρακάτω («διόπερ ὑπερκαταβὰς ἔφη», Ευστ.) αρχ. 1. κατεβαίνω σιγά σιγά ή κατεβαίνω κρυφά 2. κατέρχομαι κάπως («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», Ξεν.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”